Σάββατο 29 Μαρτίου 2008

Λίμνη Κορώνεια

Επιστολή προς την εφημερίδα Καθημερινή

Παρακολουθώ τους τελευταίους μήνες τη φιλολογία που έχει αναπτυχθεί για την απώλεια της λίμνης Κορώνειας, και τα δάκρυα που χύνονται γι’ αυτήν, μόνο που αυτά δε επαρκούν για την σωτηρία της λίμνης, ώστε να την επαναφέρουν στην αρχική της κατάσταση. Επιτρέψτε μου να διατυπώσω την άποψη μου πάνω στο θέμα, ως γεωπόνου που θήτευσε, επί μακρόν, στο Υπ. Γεωργίας στην αξιοποίηση, διαχείριση και στον έλεγχο της ποιότητας των υδατικών πόρων της χώρας, αλλά και ως συγγραφέα του βιβλίου «Λιμνών Περιήγηση».

Στο βιβλίο μου για τη λίμνη Κορώνεια αναφέρω:

«…. Η επιφάνειά της (λίμνης) κατά τη δεκαετία 1970-1980 ανερχόταν σε 48 τετρ. χλμ., το μέσο βάθος της ήταν 5 μ. και το υδατικό της δυναμικό έφτανε τα 300 εκατομμύρια κυβικά μέτρα. Σήμερα παρατηρείται σημαντική πτώση της στάθμης της λίμνης. Το βάθος της φτάνει το 1 μ., ο καθρέφτης της λίμνης περιορίστηκε στα 30 τετρ. χλμ. και ο όγκος του νερού μειώθηκε στο ένα δέκατο του αρχικού.

Λόγω της γειτνίασής της με τα πληθυσμιακά κέντρα του Λαγκαδά και της Θεσσαλονίκης δέχεται έντονες ανθρωπογενείς πιέσεις. Έχει καταστεί ευτροφική εξαιτίας της συγκέντρωσης βιομηχανικών και γεωργικών δραστηριοτήτων στην περιοχή, με αποτέλεσμα την έντονη ζήτηση νερού, τη ρύπανσή της και την υποβάθμιση του οικοσυστήματος.

Με την πτώση της στάθμης και την απόσυρση των νερών αποκαλύφθηκαν τεράστιες εκτάσεις γης –περί τα 18.000 στρέμματα–, οι οποίες καταπατήθηκαν από τους περίοικους και αποδόθηκαν στη γεωργία. Αυτό είχε ως συνέπεια τη δημιουργία ενός φαύλου κύκλου, εξαιτίας της συνεχούς αύξησης των απολήψεων νερού για την άρδευση των νεοαποκαλυφθησόμενων εκτάσεων. Οι απολήψεις γίνονται είτε απευθείας από τη λίμνη είτε από τον αβαθή υδροφορέα της λεκάνης της, με συνέπεια την πτώση της στάθμης του υδροφόρου ορίζοντα της περιοχής. Οι εισροές προς τη λίμνη δεν είναι πλέον επαρκείς για να καλύψουν το έλλειμμα και το υδατικό ισοζύγιο έχει καταστεί αρνητικό. Δημιουργούνται έτσι αντίστροφες ροές των νερών της λίμνης προς τους υπόγειους εξαντλημένους υδροφόρους ορίζοντες, με επακόλουθο τη διαρκή υποχώρηση του καθρέφτη της λίμνης και την αποκάλυψη και νέων εκτάσεων.

Η γεωργία έχει σημαντική ευθύνη για την ποσοτική και ποιοτική υποβάθμιση της λίμνης. Είναι υπεύθυνη για τη μείωση του όγκου των υδάτων της λίμνης, ως περισσότερο υδροβόρα, και για τις συγκεντρώσεις θρεπτικών αλάτων στα νερά εξαιτίας της χρήσεως των αγροχημικών. Συνυπεύθυνες είναι επίσης οι αγροτοβιομηχανικές μονάδες, καθώς και τα βαφεία, που προκαλούν ποιοτική κυρίως υποβάθμιση. Κάτω από τις συνθήκες αυτές η λίμνη από εύτροφη μετατράπηκε σε υπερτροφική, δημιουργώντας ανοξικές έως και τοξικές συνθήκες και καθιστώντας έτσι αδύνατη την επιβίωση των οργανισμών. Προκαλούνται θάνατοι ψαριών και εξαφάνιση των πουλιών λόγω αδυναμίας εξεύρεσης τροφής. To φθινόπωρο του 2004 ακολούθησαν και μαζικοί θάνατοι δεκάδων χιλιάδων πουλιών, πολλά από τα οποία ήταν σπάνια, εξαιτίας της παρουσίας στη λίμνη του βακτηρίου Clostridium botulinum, που παράγει τοξίνη.

Για τη σωτηρία της λίμνης έχουν γίνει πολλές μελέτες και έχουν προταθεί διάφορες λύσεις. Πολύ φοβούμεθα ο,τι και να επιλεγεί τελικά, η λίμνη δεν θα επανέλθει στην αρχική της κατάσταση και ισορροπία και ότι όλα θα αποτελέσουν μια εξόχως δαπανηρή συντήρηση του σημερινού καθεστώτος. Φρονούμε ότι τα πράγματα είναι πιο απλά, αρκεί να εφαρμοστεί η κειμένη νομοθεσία, με την αποβολή των καταπατητών, την τήρηση των κανόνων ορθής γεωργικής πρακτικής από πλευράς αγροτών και τη συμμόρφωση των βιοτεχνιών και βιομηχανιών σε ό,τι αφορά τη λειτουργία των εγκαταστάσεων βιολογικού καθαρισμού. Οι δε απολήψεις νερού, για την όποια χρήση, να μη διαταράσσουν το υδατικό ισοζύγιο της υδρολογικής της λεκάνης».

Πρέπει να σημειώσω ότι οι καταπατητές των είκοσι και πλέον χιλιάδων στρεμμάτων, εκτιμάται ότι αντλούν για την άρδευση των εγκατεστημένων εκεί καλλιεργειών, είτε απ’ ευθείας από την λίμνη, είτε από τη λεκάνη απορροής της λίμνης, τουλάχιστον περί τα 15 εκατομμύρια κυβικά μέτρα νερού ετησίως. Συνέπεια αυτών είναι ο καθρέπτης της λίμνης να έχει συρρικνωθεί σήμερα στα 10 χιλιάδες περίπου στρέμματα, το ύψος της στάθμης της να βρίσκεται στο μισό μέτρο και ο όγκος νερού να έχει περιορισθεί στα 5 εκατομμύρια κυβικά μέτρα περίπου, με συνεπακόλουθο την καταστροφή της πανίδας της.

Για την σωτηρία και την επανάκαμψη της λίμνης, σύμφωνα με το «Αναθεωρημένο Σχέδιο για την Περιβαλλοντική Αποκατάσταση της Κορώνειας» (ΟΙΚΟ τεύχος 61) προτείνεται μια σειρά από δράσεις, μεταξύ των άλλων επιδιώκεται η μειωμένη χρήση νερού σε 13.000 στρέμματα από τις παράνομες αρδεύσεις. Και εδώ πιστεύω πως είναι το λάθος που υποκρύπτει το λεγόμενο «πολιτικό κόστος» και εμπεριέχει αρκετό λαϊκισμό. Γιατί αυτά τα 13.000 στρέμματα, είναι οι καταπατημένες εκτάσεις που αποκαλύφθηκαν με την υποχώρηση της στάθμης της λίμνης. Για δε την άρδευση τους θα απαιτούνται ετησίως περί τα 8 εκατομμύρια κυβικά μέτρα νερού. Με άλλα λόγια στην ουσία, τα πολυδάπανα έργα για τη σωτηρία της λίμνης, θα δημιουργήσουν ένα είδος ταμιευτήρα, για την εξυπηρέτησε των αρδευτικών αναγκών των καταπατημένων και διαιώνιση του φαύλου καθεστώτος.

Κατά την γνώμη μου εκείνο που απαιτείται, είναι, εκτός της αποβολής των καταπατητών, να απαγορευθεί αυστηρά η εγκατάσταση αρδευόμενων καλλιεργειών στις καταπατημένες εκτάσεις. Να περιοριστούν επίσης οι αρδεύσεις και στην ευρύτερη λεκάνη απορροής της λίμνης, όπου εκεί θα πρέπει να εφαρμόζονται προγράμματα αμειψισποράς (εναλλαγής) των καλλιεργειών, στα οποία υποχρεωτικά θα περιλαμβάνεται και μία ξερική καλλιέργεια, προκειμένου να μειωθούν οι απολήψεις σε νερό. Έτσι θα μπορέσει να επανέλθει βαθμιαία, σε βάθος χρόνου η λίμνη, να αποκτήσει τον αρχικό όγκο νερού και την αρχική της στάθμη και έκταση και να ανακάμψουν τα φυσικά της οικοσυστήματα.

Επανασύσταση λιμνών

Με ιδιαίτερο ενδιαφέρον διάβασα στην Καθημερινή την επανασύσταση-μερική έστω- της λίμνης Μαυρούδας, στο νομό Θεσσαλονίκης. Μια σπουδαία δουλειά που περατώθηκε από το Ελληνικό Κέντρο Βιοτόπων Υγροτόπων και φαίνεται πως η όλη προσπάθεια θα έχει συνέχεια, με τις προγραμματιζόμενες επανασυστάσεις στις λίμνες Καλλιπεύκης, Κάρλας και Δράνας.

Συχνά μιλάμε και γράφουμε για τους υγρότοπους που αποξηράνθηκαν, ενέργειες που με τα σημερινά μέτρα μας φαίνονται ακατανόητες και εν πολλοίς είναι. Κατ’ αρχήν όμως θα πρέπει να εξετάσει κανείς τους λόγους για τους οποίους έγιναν οι αποξηράνσεις και να έλθει στο πνεύμα, στις συνθήκες και στις γνώσεις εκείνων των εποχών. Η προσπάθεια του ανθρώπου για την τιθάσευση του υγρού στοιχείου, τον περιορισμό του για την απόκτηση γης και την επ’ ωφελεία χρήση του, ξεκίνησε πριν από χιλιετίες. Οι Άθλοι του Ηρακλή, η πάλη του με τον Αχελώο, συμβολίζουν αυτήν την προσπάθεια του ανθρώπου. Μάλιστα η Κωπαΐδα είχε αποξηρανθεί και κατά την εποχή του χαλκού, από τους Μινύες,. Στους νεότερους χρόνους -με τη σύσταση του Ελληνικού Κράτους- και περί τα τέλη του 19ου αιώνα, ξεκίνησαν τα μεγάλα εγγειοβελτιωτικά έργα, πάλι με τη λίμνη Κωπαΐδα και συνεχίστηκαν εντατικά στα μετά την Μικρασιατική Καταστροφή χρόνια. Με σκοπό την παραχώρηση γεωργικής γης στους ακτήμονες, την αποκατάσταση των προσφύγων της Μικρασιατικής καταστροφής και την αντιμετώπιση των ελωδών πυρετών, που τότε μάστιζαν κυριολεκτικά την Ελλάδα.

Χαρακτηριστική για την Κωπαΐδα είναι η περιγραφή του Γάλλου διπλωμάτη Henri Belle (1874), στο βιβλίο του «Ταξίδι στην Ελλάδα». «…Στην περιοχή της Κωπαΐδας(…) ο πυρετός αποδεκατίζει τον πληθυσμό. Στα τέσσερα παιδιά τα τρία πεθαίνουν από πυρετούς και τα υπόλοιπα συνεχίζουν μια άθλια αρρωστιάρικη ζωή(…) ο χωρικός εξαντλημένος από τον πυρετό που άρπαξε μέσα στα έλη, (…)τρέμοντας την ώρα που θα μπορέσει και πάλι να σκαλίσει το πνιγμένο στη θανατηφόρα μόλυνση έδαφος που του δίνει την τροφή, μα και το θάνατο πριν από τα σαράντα του χρόνια».

Με την αποξήρανση της Κωπαΐδας άλλαξε όχι μόνο την μορφή του αγροτικού τοπίου αλλά και τα οικονομικά της Ελλάδας. Μάλιστα ειπώθηκε, ότι χάρις στην αποξήρανσή της, μεγάλωσε ο στεριανός ελλαδικός χώρος κατά 230.000 στρέμματα.

Η πολιτική αυτή των αποξηράνσεων συνεχίστηκε, με το πρόσχημα συχνά της αποκατάστασης των ακτημόνων, με συνέπεια να απολεσθεί το 70% περίπου των ελληνικών υγροτόπων. Οι αποξηράνσεις που έγιναν ήσαν ολοκληρωτικές, ακολουθήθηκε στην απομάκρυνση του νερού, ένα είδος «τελικής λύσης», ενώ θα μπορούσε να διατηρηθεί τμήμα του υγρότοπου, με τις αξίες του.

Σε ότι αφορά τη λίμνη Καλλιπεύκης ή Ασκουρίδα, ή Νεζερός, αναφερομένη και ως «σκοτεινόχρους οφθαλμός» του Κάτω Ολύμπου, αυτή αποξηράνθηκε το 1912.

Η λιμνοθάλασσα Δράνα, στο Δέλτα του Έβρου, αποξηράνθηκε αυθαίρετα το 1987 από τους αγρότες της περιοχής, με το πρόσχημα της προστασίας των παρακείμενων αγρών τους από την αλάτωση, επειδή επηρεάζονταν από τα υφάλμυρα νερά της λιμνοθάλασσας.

Όσο για την Κάρλα ήταν μια λίμνη ανεξέλεγκτη. Η ανάγκη για προστασία της γεωργικής γης από τις πλημμύρες, τα νερά της που ήταν βεβαρημένα με άλατα και ακατάλληλα για άρδευση, οδήγησαν την πολιτεία στην απόφαση να αποξηράνει τη λίμνη, με σκοπό στη συνέχεια να ακολουθήσει η κατασκευή ταμιευτήρα σε έκταση 64.700 στρεμμάτων, για την αντιμετώπιση των πλημμυρών και την ταμίευση νερού για άρδευση. Με την απομάκρυνση όμως των νερών της λίμνης, οι εκτάσεις που αποκαλύφθηκαν, άνοιξαν τη βουλιμία πολλών, οι οποίοι και πίεσαν την πολιτεία να τις παραχωρήσει σαν γεωργική γη. Η πολιτεία μοιραία ενέδωσε στις πιέσεις, προχώρησε σε προσωρινή διανομή της γης και δεν προχώρησε στην κατασκευή του ταμιευτήρα και των λοιπών έργων. Όλα όμως αυτά αποδείχτηκαν ότι ήταν ένα τραγικό λάθος. Τα εδάφη που αποκαλύφθηκαν ήταν παθογενή και ακατάλληλα για καλλιέργεια. Το μικροκλίμα της περιοχής άλλαξε. Η στάθμη του υπόγειου υδροφόρου ορίζοντα της περιοχής, λόγω των υπεραντλήσεων, έπεσε δραματικά, προκλήθηκε υφαλμύρινση των υδάτων και καθίζηση των εδαφών. Δυσμενείς ήταν και οι επιπτώσεις στην πανίδα και στη χλωρίδα της περιοχής. Για την αντιμετώπιση των δυσμενών αυτών επιπτώσεων και την επαναφορά της οικολογικής ισορροπίας στην περιοχή, η πολιτεία προχώρησε και ολοκλήρωσε πρόσφατα την κατασκευή ταμιευτήρα, εκτάσεως 38.000 στρεμμάτων και αναμένεται η δημιουργία τεχνητών υγροτόπων και η κατασκευή αρδευτικών δικτύων.

Όλως αναίτια και παράλογη ενέργεια και ουσιαστική περιβαλλοντική καταστροφή, αποτελεί η αποξήρανση της λιμνοθάλασσας της Αγουλινίτσας, στην Ηλεία, τα εδάφη που αποκαλύφθηκαν είναι αλατούχα και μειωμένης παραγωγικότητας. Παράλληλα χάθηκε ο μοναδικός αλιευτικός της πλούτος, σε χέλια κυρίως, άλλωστε η ονομασία «Αγουλινίτσα» προέρχεται από την ιταλική λέξη «anguilla» που σημαίνει χέλι, παράλληλα έσπασε ο κρίκος στην αλυσίδα των υγροτόπων της δυτικής Ελλάδας και καλό θα ήταν να επανεξετασθεί η επανασύστασή της.

Απ’ ότι γνωρίζω, ενδιαφέρον υπάρχει για μερική επανασύσταση της άλλοτε λίμνης Ξυνιάδας, στη Φθιώτιδα, προκειμένου να λειτουργήσει και σαν ταμιευτήρας.

Θα πρέπει να επανεξετασθεί η κατά το δυνατό επαναφορά των υγροτοπικών λειτουργιών στη λίμνη των Ιωαννίνων και στα πρώην έλη Λαψίστας. Απώλεια και αυτά στο βωμό της ανάπτυξης, που ήταν ένα λάθος που έγινε από άγνοια.

Αναφέρθηκα στις ανωτέρω περιπτώσεις για να δείξω το μέγεθος της δουλειάς που θα μπορούσε να ακολουθήσει. Τώρα που με τη σημερινή εμπειρία και γνώση, γνωρίζουμε τα λάθη που έγιναν, από τις επιλογές εκείνων των εποχών και να προχωρήσουμε, στο μέτρο πάντα του εφικτού, στην επανασύσταση των χαμένων λιμνών, μια και δεν είναι λίγες οι φωνές εκείνων που το επιθυμούν.