Πέμπτη 10 Απριλίου 2008

Εκτροπή Αχελώου

Η εκτροπή του Αχελώου ποταμού και η άρδευση της Θεσσαλικής πεδιάδας

Ο Αχελώος και ή εκτροπή του, τις τελευταίες δεκαετίες, αποτελεί ένα είδος εμμονής του πολιτικού κόσμου της χώρας, όνειρο, μάλλον καθ’ υποβολήν, για τους Θεσσαλούς ως η μόνη οδός για την ανάπτυξη, αλλά και σημείο τριβής με τους Αιτωλοακαρνάνες, οι οποίοι αντιτίθενται στην ιδέα, προκειμένου να μην στερηθεί η περιοχή τους τον πλούτο των υδάτων του ποταμού.

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Σύμφωνα με τις υφιστάμενες μελέτες, οι εκτάσεις που πρόκειται να αρδευτούν στη Θεσσαλία από την εκτροπή των νερών του Αχελώου, ευρίσκονται εντός μιας περιμέτρου 3.400.000 στρεμμάτων περίπου. Στην ανωτέρω περίμετρο αρδεύονται σήμερα, μέσω συλλογικών αρδευτικών δικτύων, από συλλογικές και ιδιωτικές γεωτρήσεις και από πρόχειρα δίκτυα, περί τα 2.400.000 στρέμματα, μένει δηλαδή ένα έλλειμμα προς άρδευση 1.000.000 στρεμμάτων.

Πρέπει επίσης να παραδεχθούμε, ότι οι αρδεύσεις όπως γίνονται σήμερα συχνά είναι αλόγιστες, αλλά και σε αρκετές περιπτώσεις ανεπαρκείς, η άντληση νερού από τις γεωτρήσεις γίνεται από μεγάλα βάθη που τις καθιστά αντιοικονομικές, τα υφιστάμενα αρδευτικά δίκτυα είναι πεπαλαιωμένα, πρόχειρα, συχνά με χωμάτινες διώρυγες, με τεράστιες απώλειες σε νερό και κακή έως ανεπαρκή στράγγιση.

Για την αντιμετώπιση όλων των ανωτέρω και την κάλυψη του αρδευτικού ελλείμματος, προτείνεται ως μόνη δυνατή και δέουσα λύση για την ανάπτυξη της Θεσσαλίας, τρόπον τινά ένα είδος «τελικής λύσης», η εκτροπή προς αυτήν μέρους των υδάτων του άνω ρου του Αχελώου, 600 εκατομμύρια κυβικά μέτρα νερού ετησίως, με τα οποία μπορούν να αρδευτούν περί τα 850.000 στρέμματα καθαρής γεωργικής γης. Επειδή μάλιστα δεν υφίστανται τα απαραίτητα αρδευτικά δίκτυα, για τη μεταφορά του νερού στα αγροκτήματα, τα νερά της εκτροπής θα παροχετεύονται στη Θεσσαλική πεδιάδα μέσω του Πηνειού ποταμού, οι δε ενδιαφερόμενοι καλλιεργητές, θα αντλούν από εκεί το νερό και θα το στέλνουν στις καλλιέργειες τους που θα βρίσκονται εκατέρωθεν και κατά μήκος της κοίτης του ποταμού. Δεν μας λένε όμως, μέχρι ποία απόσταση και σε ποίο βάθος είναι τούτο πρακτικά εφικτό και οικονομικά συμφέρον, ώστε να καλυφθούν οι αρδευτικές ανάγκες στις μεγαλύτερες το δυνατό εκτάσεις;

Εναλλακτικές λύσεις

Και εδώ ερχόμαστε να παρατηρήσουμε, ότι σύμφωνα με υφιστάμενες μελέτες, τις οποίες επιμελώς ξεχνούν οι θιασώτες της εκτροπής, από το διαθέσιμο και πρακτικώς εκμεταλλεύσιμο επιφανειακό υδατικό δυναμικό της λεκάνης απορροής του Πηνειού ποταμού, μπορούν να κατασκευαστούν οι κατωτέρω ταμιευτήρες, των οποίων η δυνατότητα απόληψης νερού σε εκατομμύρια κυβικά μέτρα το χρόνο είναι: Ενιπέα (Παλιοδερλί) 63, Μουζακίου – Πύλης 144, Κρύας Βρύσης 367, Θεόπετρας 20, Νεοχωρίου 24, Καλούδας 62, Παλαιομονάστηρου 30, Φράγματα (ρουφράκτες) Πηνειού 79, Σμοκόβου 144, Κάρλας 107, ήτοι σύνολο 1.219 εκ. κ. μ. νερού.

Από το ανωτέρω σύνολο αφαιρούνται 611 εκατ. κ. μ. νερού που είναι απαραίτητα για την τροφοδοσία των υπόγειων υδροφόρων οριζόντων και για απώλειες, αλλά και του ανέφικτου, όπως φαίνεται, της κατασκευής των φραγμάτων Κρύας Βρύσης και Θεόπετρας, απομένει τελικά ένα εκμεταλλεύσιμο επιφανειακό υδατικό δυναμικό, συνολικά 584 εκατ. κ. μ. Λαμβάνοντας δε υπόψη ότι σύμφωνα με το υφιστάμενο, αλλά και το προτεινόμενο σύστημα καλλιεργειών στη Θεσσαλική πεδιάδα, για ένα στρέμμα απαιτούνται 700 κ. μ. νερού ετησίως, από τους ανωτέρω ταμιευτήρες μπορούν να αρδευτούν περί τα 840.000 στρέμματα καθαρής γεωργικής γης, όση περίπου και η έκταση που πρόκειται να αρδευτεί από τα νερά της εκτροπής.

Από τα προαναφερθέντα έργα, έχει ήδη ολοκληρωθεί από χρόνια, ο ταμιευτήρας Σμοκόβου, τα νερά του οποίου παραμένουν μέχρι σήμερα ανεκμετάλλευτα. Και εντός του έτους αναμένεται η περάτωση των έργων του ταμιευτήρα της Κάρλας. Με τα νερά των ανωτέρω ταμιευτήρων πρόκειται να αρδευτούν περί τα 340.000 στρέμματα των νομών Καρδίτσας, Λάρισας και Μαγνησίας, με τους δύο τελευταίους να είναι και οι πλέον ελλειμματικοί σε αρδευτικό νερό.

Θα περίμενε κανείς, αφού γίνει πρώτα η αξιοποίηση των νερών των ανωτέρω δύο ταμιευτήρων και εφ’ όσον οι αγρότες της Θεσσαλίας αντιδρούν θετικά στην προσφορά του αρδευτικού νερού και εξακολουθεί να υπάρχει περαιτέρω ζήτηση, να προχωρήσει σταδιακά και η κατασκευή και των υπολοίπων ταμιευτήρων. Με την περάτωση της κατασκευής του συνόλου των προαναφερθέντων έργων και την ολοκλήρωση της εκμετάλλευσης των υδατικών πόρων της λεκάνης απορροής του Πηνειού, οι μη αρδευόμενες εκτάσεις θα περιοριστούν στο ελάχιστο.

Εάν εξακολουθούν να υπάρχουν ακόμη απαιτήσεις για αρδευτικό νερό, και εφ’ η ακολουθούμενη διάρθρωση των καλλιεργειών είναι για την εθνική οικονομία επωφελής, όπως π.χ. η παραγωγή κτηνοτροφικών φυτών για την παραγωγή ζωοκομικών προϊόντων στα οποία είμαστε ελλειμματικοί ή την παραγωγή βιοκαυσίμων, που θα βοηθήσουν δραστικά στη μείωση των συναλλαγματικών εκροών, και την απεξάρτηση της χώρας από ξένα κέντρα αποφάσεων, τότε και μόνον τότε, θα πρέπει να εξετασθεί η εκτροπή μέρους των υδάτων του Αχελώου. Η δε εκτροπή, θα πρέπει να αποτελέσει στην όλη υπόθεση για την άρδευση της Θεσσαλικής πεδιάδας, την έσχατη λύση.

Σε ότι αφορά την δυσμενή περιβαλλοντική διάσταση, από την μειωμένη παρουσία νερού στην κοίτη του Πηνειού κατά τους θερινούς μήνες, τούτο δεν αποτελεί σημερινή υπόθεση και πριν την ανόρυξη των γεωτρήσεων τα νερά της κοίτης του ποταμού ήσαν περιορισμένα. Άλλωστε αυτό είναι και το χαρακτηριστικό του συνόλου σχεδόν των ποταμών της χώρας και τα οικοσυστήματα τους είναι προσαρμοσμένα στη διάσταση αυτή.

Το οικολογικό πρόβλημα

Ουσιαστικό ρόλο στην προστασία του περιβάλλοντος σε μια περιοχή, παίζει το ακολουθούμενο σύστημα εκμετάλλευσης και όχι η έλλειψη νερού. Στη Θεσσαλία καλλιεργούνται σήμερα, σιτηρά σε ποσοστό 41%, βαμβάκια σε ποσοστό 37% και όλες οι άλλες καλλιέργειες (κτηνοτροφικά φυτά, κηπευτικά, οπωροφόρα κλπ) καλύπτουν το υπόλοιπο 22%. Κύριο αίτιο στην μονοκαλλιέργεια και στην καταλυτική κυριαρχία του βαμβακιού αποτελούν οι χορηγούμενες υψηλές επιδοτήσεις στο προϊόν αυτό, σε σχέση με τα λοιπά αγροτικά προϊόντα, με την καλλιέργεια του, ως πλέον συμφέρουσα, να αποτελεί μονόδρομο για τους αγρότες της Θεσσαλίας αλλά και της λοιπής χώρας, και αυτό είναι εύλογο. Εξ αιτίας της ακολουθούμενης πολιτικής αυτής για το βαμβάκι, είναι να μην τηρούνται από πλευράς αγροτών οι κανόνες της ορθής γεωργικής πρακτικής και να έχει εγκαταλειφθεί πλήρως η αμειψισπορά (εναλλαγή) των καλλιεργειών. Η λανθασμένη αυτή πολιτική, οδήγησε στην απόπλυση και την σκελετοποίηση των εδαφών από τις υπεραρδεύσεις, στην παντελή έλλειψη οργανικής ουσίας και στη μείωση της γονιμότητας τους. Συνέπεια τούτων είναι να απαιτούνται διαρκώς και νέες αυξημένες εισροές από αγροχημικά (λιπάσματα, φυτοφάρμακα), και να γίνεται αλόγιστη χρήση τους, με αποτέλεσμα την αύξηση του κόστους παραγωγής, την ρύπανση των υδάτινων αποδεκτών και την μείωση της βιοποικιλότητας. Ληστρική είναι και η εκμετάλλευση του υπόγειου υδροφορέα, η άντληση νερού από τις γεωτρήσεις γίνεται από εξόχως μεγάλα βάθη, που θα ήταν εντελώς αντιοικονομική σε άλλες περιπτώσεις. Το δε αντλούμενο νερό προέρχεται από υδροφόρους ορίζοντες συχνά μη ανανεώσιμους, πράγμα που δημιουργεί περιβαλλοντικά προβλήματα όπως η υφαλμύρινση των υδάτων, η ερημοποίηση των εδαφών καθώς και πρόκληση καθιζήσεων και ρωγμών, επιπτώσεις που είναι μη αναστρέψιμες.

Διαχείριση φυσικών πόρων

Αντί να απαιτηθεί σύνεση από τους αγρότες στη διαχείριση των φυσικών πόρων και να τους θέσουν στο ύψος των ευθυνών τους, και να οδηγηθούν σε καλλιεργητικά συστήματα και πρακτικές που θα αποσκοπούν στην προστασία και αειφορική διαχείριση των φυσικών πόρων, οι ταγοί της πολιτικής μας ζωής και τα κόμματα με το λαϊκισμό τους, που είναι και ο κοινός τους παρανομαστής, τους υπόσχονται έργα πολυδάπανα, μεσσιανικής αντίληψης. «Ναι στην ανάπτυξη, ναι στην εκτροπή» γράφουν πινακίδες στη Λάρισα, που με τα ακολουθούμενα σήμερα πρότυπα εκμετάλλευσης, να υπάρχει δυσχέρεια στην απορρόφηση των προϊόντων, συχνά να παραμένουν αζήτητα, ή να οδηγούνται στις χωματερές και οι πάντα «αδικημένοι αγρότες» της Θεσσαλίας να κλείνουν το οδικό δίκτυο και να κόβουν την Ελλάδα στα δύο.

Δεν θα αναφερθώ στην κάλυψη των αναγκών για ύδρευση, είναι γεγονός ότι με την αύξηση του πληθυσμού αυτές θα μεγαλώνουν, θεωρώ όμως ότι με τους προαναφερθέντες ταμιευτήρες, μπορεί να αντιμετωπισθεί ριζικά η όποια ζήτηση.

Τέλος, θεωρώ ως υπερβολικό να κατηγορούν ο κ. Υπουργός ΠΕΧΩΔΕ και η «Πανθεσσαλική Συντονιστική Επιτροπή για την εκτροπή του Αχελώου» τους Αιτωλούς και Ακαρνάνες για τοπικισμό, δεν είναι δα και οι μόνοι στην Ελλάδα.

Υ.Γ. Υπηρέτησα στο Υπουργείο Γεωργίας στη «Διεύθυνση Σχεδιασμού και Παρακολούθησης Έργων και Αξιοποίησης Εδαφοϋδατικών Πόρων», υπήρξα επίσης μέλος της Διυπουργικής Επιτροπής για την εκτροπή του Αχελώου ποταμού.

Γιώργος Σ. Φατούρος

Γεωπόνος