Πέμπτη 4 Σεπτεμβρίου 2008

ιτς ε γκιρλ, ιτς ε μπόυ

Ιτς ε γκιρλ, ιτς ε μπόυ

Εκείνη την ημέρα του καλοκαιριού στην πλατεία στη Στεμνίτσα γρήγορα κυκλοφόρησε το νέο πως η Δωροθέα γέννησε. Η μάνα μου, φίλη της και γειτόνισσα, έγκυος κι εκείνη με μένα στην κοιλιά της, έτρεξε από τις πρώτες για να την συγχαρεί. Στην πόρτα, στην είσοδο του σπιτιού, συνάντησε τον ευτυχισμένο πατέρα του μωρού, που ήταν και μπρούκλης.
-“Γεια σου Γιώργο μου”, του είπε, “Nα σου ζήσει το μωρό! Tι είναι αγοράκι ή κοριτσάκι;”
Ο πατέρας του μωρού, που όπως είπαμε ήταν μπρούκλης, της απάντησε.
-«Ιτς ε γκίρλ, άιμ βέρυ χάπι, σ’ ευχαριστώ Βιλελμίνη μου». Η μάνα μου καμώθηκε πως κατάλαβε τι ήταν το μωρό και είπε:
-«Να σου ζήσει και πάλι Γιώργο μου, θα ανέβω επάνω να δω τη Ροδοθέα και το μωρό».
-«Γιες Βιλελμίνη απ στερ, με το καλό να έρθει και το δικό σου».

Η μάνα μου ανέβηκε, αγκάλιασε την Δωροθέα, της έδωσε τις ευχές της κι εκείνη περήφανη της είπε.
-«Έλα Βιλελμίνη μου να σου δείξω την κόρη μου, να δεις τι όμορφη που είναι!»
Η μάνα μου έμεινε έκθαμβη από την ομορφιά του μωρού και έδωσε τις καλλίτερες ευχές, για να έχει πάντα υγεία και καλή τύχη και να είναι πάντα όμορφο. Οι ευχές της μάνας μου έπιασαν όλες.

Το καλοκαίρι έφυγε κι ο χειμώνας είχε μπει για τα καλά, οπότε ήρθε και η δικιά μου σειρά να γεννηθώ. Ο πατέρας μου από τη χαρά του για το πρώτο του παιδί που ήταν κι αγόρι, βγήκε στην πλατεία, και κέρναγε τους φίλους του στο καφενείο. Ο γείτονας μας ο Δήμος, ο Καραλής έτρεξε στην γυναίκα του την Σταυρούλα, την αποκαλούμενη και Πεταρούδα, για να της προλάβει τα ευχάριστα.
-«Τάμαθες;», της είπε, «γέννησε η Βιλελμίνη».
-«Μπράβο! να της ζήσει», είπε η Πεταρούδα, «Τι παιδί έκανε;»
-«Ιτς ε μπόυ», της απάντησε ο Δήμος.
-«Τι είπες;» του είπε η Πεταρούδα, «Τι παιδί είναι πάλι φτούνο;»
αλλά απάντηση δεν πήρε. Οπότε μια και δυο ήρθε σπίτι μας.
-«Βελμίνη μου», της είπε, «Να σου ζήσει το μωρό! Αγόρι ή κορίτσι είναι;»
-«Αγόρι είναι! Καλά δεν σου το είπε ο Δήμος σου;»
-«Μου το είπε! Να δεις όμως πως διάτανο μου τόπε, ότι είναι “τσεμπόυ”.
- «Έτσι είναι οι μπρούκληδες Πεταρούδα μου, τα λένε αλλιώς μην σκας.»
-«Τι να μη σκάω, που δεν καταλαβαίνω τι λέει! Άσε που θέλει να τον φωνάζω και Ντέμη! Σιγά! Να πάει να φάει κουτσιά.»
Μετά η Πεταρούδα ήρθε κοντά μου, μ’ έφτυσε να μη βασκαθώ, με σταύρωσε, είπε να έχω όλα τα καλά και με ξεμάτιασε, χασμουρήθηκε μάλιστα πολλές φορές.
-«Μωρ’ Βελμίνη στο ματιάσανε κιόλας! Πρόσεχε το παιδί.»

Από το σπίτι μας πέρασαν κι άλλοι πολλοί, κι η μάνα μου πάντα περήφανη καμάρωνε για μένα. Πρώτη και καλλίτερη ήρθε κι η εξαδέλφη της, η Μαρία, που με φίλησε κι ευχήθηκε στη μάνα μου το καλλίτερο. Η μάνα μου της ευχήθηκε να έχει κι εκείνη ότι ποθεί και μια καλή τύχη και να βρεθεί ένα καλό παιδί να την πάρει και σαν ξαδέρφες και καλές φίλες που ήσαν, είπαν πολλά και διάφορα, οπότε μεταξύ των άλλων της είπε:
-«Άκουσε να δεις Μαρία μου, να σου πω να γελάσεις, πως στον κόρακα λένε οι μπρούκληδες τ΄ αγόρια και τα κορίτσια: «τσεμπόυ, τσε …» Άει στο διάτανο», είπε η μάνα μου, «το ξέχασα !»
Η εξαδέλφη της η Μαρία, τότε, που κείνο τον καιρό είχε μυηθεί στην μαρξιστική ιδεολογία και σαν νεοφώτιστη ήταν κάτοχος της απόλυτης αλήθειας και γνώστης παντός επιστητού, αντί να γελάσει, της είπε
-«Αυτά να τα βλέπεις εσύ Βιλελμίνη. Εσύ μια του προοδευτικού χώρου, μια βενιζελικιά, που παντρεύτηκες την συντήρηση και την αντίδραση, έναν μπουρζουά! Οι Αμερικανοί ιμπεριαλιστές θα μας κάνουν να χάσουμε την γλώσσα μας, μόνο τα δολάρια μετράνε γι’αυτούς.»
Η μάνα μου τη ρώτησε παραξενεμένη:
-«Γιατί Μαρία μου τα λες όλα αυτά; Τ’ αδέλφια μου στην Αμερική δεν με ξεχνάνε ποτέ! πάντα κάτι μας στέλνουν. Ο Σωκράτης μου, εντάξει, δεν μ΄ αφήνει κι έτσι, δεν είναι όμως και κανένας μπουρζουάς όπως τον είπες!”
Η Μαρία όμως συνέχισε ακάθεκτη:
-«Οι πουλημένοι κονδυλοφόροι της δεξιάς και η ημιμάθεια της αστικής διανόησης, να το δεις που θα ξεχάσουν να γράφουν όπως μιλάμε τώρα και για να πουλήσουν γνώση και για να μας ξεπουλήσουν, θα μας πετάνε τις αμερικανικούρες τους και δεν ξέρω τι άλλο. Και να δεις που δεν θα γελάμε όπως τώρα, γιατί οι λέξεις τους θα μπουν στη γλώσσα μας κι ο καθένας μας θα κάνει επίδειξη γνώσεων αμολώντας αμερικανικούρες.»
Εγώ από την κούνια, τ΄ άκουγα όλα αυτά, αλλά πάντα με τους μαρξιστές είχα δυσκολίες στα επιχειρήματα και πάντα θαύμαζα τις περίτεχνες φράσεις τους, με τις οποίες υποστήριζαν τις θέσεις τους και τον ιδεατό και ιδεώδη τους κόσμο.

Βεβαίως τα χρόνια πέρασαν, ακολούθησαν πόλεμοι και ανείπωτες καταστροφές. Οι διάφοροι -ισμοί που τους προκάλεσαν, άλλοι νωρίς, άλλοι αργά ηττήθηκαν από την ιστορία, αφού πρώτα κατέστρεψαν τις χώρες και τους λαούς και κατέρρευσαν.

Και γιατί τα γράφω όλα αυτά, γιατί μου φαίνεται πως η θεία η Μαρία είχε δίκιο. Στην εποχή μας που κυριαρχεί η αγραμματοσύνη και η ημιμάθεια, οι διάφοροι βολεμένοι και μη, χωρίς περίσκεψη και χωρίς αιδώ, μιλούν και εκτοξεύουν τις αγγλικούρες τους, τα greeklish, για να φαίνονται σπουδαίοι και για να κρύψουν την αμάθεια τους. Στα καταστήματα αντί για εκπτώσεις, γράφουν sales, η ελληνική αστυνομία γράφεται police, τα ασθενοφόρα ambulance, αντί για τροχάδην κάνουμε πλέον τζογκινγκ, και αντί για κάμψεις των αγκώνων κάνουμε πουσάπς.
Αλλά το πιο ακραίο και γελοίο το συναντάς στα μαιευτήρια της οδού Κηφισίας, όπου τα εκεί ευρισκόμενα ανθοπωλεία συνοδεύουν τα άνθη που προσφέρουν οι επισκέπτες στις νέες μητέρες, με μπαλόνια που γράφουν «it’s a boy» ή «it’s a girl». Ευχές ακατανόητες, που είναι εντελώς ξένες προς τον Έλληνα, τη γλώσσα του και τα ήθη του. Γιατί το νεογέννητο δεν είναι απλά ένα αγόρι ή ένα κορίτσι, αλλά το δικό μου αγόρι, το δικό μου κορίτσι, το παιδί μου. Και μη μου πείτε ότι με την αγγλόφωνη επιγραφή αυξάνουν τα κέρδη τους, διότι ένα τέτοιο επιχείρημα είναι τουλάχιστον φαιδρό.

Αλλά τι να πεις; That’s life!